- τυμβοχοος
- τυμβοχόοςτυμβο-χόοςI2насыпающий могильный курган или совершающий надгробные возлияния
(χειρώματα Aesch.)
IIὅ могильщик Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χειρώματα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τυμβοχόος — ον, Α 1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι οι νεκροθάφτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο χόος] … Dictionary of Greek
τυμβοχόοι — τυμβοχόος throwing up a cairn masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβοχοώ — έω, Α [τυμβοχόος] εγείρω τύμβο με την επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο … Dictionary of Greek
τυμβοχόα — τυμβοχόᾱ , τυμβοχόη the throwing up a cairn fem nom/voc/acc dual τυμβοχόᾱ , τυμβοχόη the throwing up a cairn fem nom/voc sg (doric aeolic) τυμβοχόος throwing up a cairn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)